- οινοδόκος
- οἰνοδόκος, -ον (Α)1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκοςδοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος].
Dictionary of Greek. 2013.